- κατοικισμός
- ο (Α κατοικισμός) [κατοικίζω]η κατοίκιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοικισμός — habitation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικισμῶν — κατοικισμός habitation fem gen pl κατοικισμός habitation masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικισμόν — κατοικισμός habitation masc acc sg κατοικισμός habitation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικισμοί — κατοικισμός habitation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικισμοῦ — κατοικισμός habitation masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικισμούς — κατοικισμός habitation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)